- πε(ρ)δικλώνω
- πεδικλώνω και περδικλώνω πε(ρ)δίκλωσα, πε(ρ)δικλώθηκα, πε(ρ)δικλωμένος1. δένω τα πόδια ζώου, για να περιορίσω την απομάκρυνσή του από ορισμένη περιοχή.2. ρίχνω κάποιον κάτω βάζοντας εμπόδιο ανάμεσα στα πόδια του.3. το μέσ., πε(ρ)δικλώνομαι σκοντάφτω πάνω σε κάτι, μπερδεύονται τα πόδια μου κάπου και πέφτω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.